dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dummkopf
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flasche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Holzstück
Ⓦ
Ⓖ
…
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schafskopf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Baumstumpf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Holzklotz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Holzscheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Klotz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κούτσουρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stumpf
Ⓦ
Ⓖ
…