dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κουρέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Friseur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κουρέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Frisör
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κουρέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Herrenfriseur
Ⓦ
Ⓖ
…