dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
κοπρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
düngen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοπρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Haufen machen
Ⓦ
Ⓖ
…