dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
κοινωνική αλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesellschaftsveränderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινωνική αλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sozialer Wandel
Ⓦ
Ⓖ
…