dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κοινοπραξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Konsortium
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κοινοπραξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Interessenverband
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κοινοπραξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gemeinschaftsunternehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κοινοπραξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…