dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
κοιμισμένο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschlafen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)