dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κλόουν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Clown
Ⓦ
Ⓖ
…
κλόουν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Possenreißer
Ⓦ
Ⓖ
…