dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κλαδευτήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rosenschere
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κλαδευτήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Astschere
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κλαδευτήρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gartenschere
Ⓦ
Ⓖ
…