dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κλάσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κλάσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bruchstück
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)