dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Gefahr sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gefahr laufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefährden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefährdet sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)