dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καύσιμη ύλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Brennmaterial
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καύσιμη ύλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Brennstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)