dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbrennung
Ⓦ
Ⓖ
…
καύση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einäscherung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)