dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κατόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Leistung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leisten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Heldentat
Ⓦ
Ⓖ
…