dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herunterkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinuntergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herabkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinabgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in dem Sinn kommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατεβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abwärts begeben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)