dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
καταστρέφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
draufgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστρέφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ruinieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστρέφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verrotten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστρέφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστρέφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerstört werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταστρέφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugrunde gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)