dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατασπαράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατασπαράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Stücke reißen
Ⓦ
Ⓖ
…