dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κατασκεύασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Erzeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατασκεύασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fabrikation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κατασκεύασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fabrikat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κατασκεύασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lügenmärchen
Ⓦ
Ⓖ
…