dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καταπάτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fußtritt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καταπάτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verletzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καταπάτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
widerrechtliche Aneignung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καταπάτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nichtbeachtung
Ⓦ
Ⓖ
…