dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατακρεούργηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zerreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατακρεούργηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abschlachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατακρεούργηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
vernichtende Kritik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατακρεούργηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verriss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατακρεούργηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zerfleischen
Ⓦ
Ⓖ
…