dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καταδύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untertauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταδύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tauchen
Ⓦ
Ⓖ
…