dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κατήφορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abhang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κατήφορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefälle
Ⓦ
Ⓖ
…