dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κατάχρηση εξουσίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Amtsmissbrauch
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάχρηση εξουσίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Machtmissbrauch
Ⓦ
Ⓖ
…