dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κατάλυμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Quartier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατάλυμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterbringung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατάλυμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unterkunft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κατάλυμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unterschlupf
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)