dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατάγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstammen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατάγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατάγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kommen aus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατάγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stammen
Ⓦ
Ⓖ
…