dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καρφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nageln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καρφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annageln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verpfeifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καρφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zunageln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)