dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καρακάξα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elster
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καρακάξα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
alte Krähe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καρακάξα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Krähe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καρακάξα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schreckschraube
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καρακάξα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schrulle
Ⓦ
Ⓖ
…