dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καμαρωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gewölbt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καμαρωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stolz
Ⓦ
Ⓖ
…