dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
καλώδιο υψηλής τάσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hochspannungskabel
Ⓦ
Ⓖ
…