dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καλοκαιριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sommern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καλοκαιριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
den Sommer verbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)