dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
καλλωπισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schönheitspflege
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καλλωπισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verschönerung
Ⓦ
Ⓖ
…