dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καλαμπουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Witze machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καλαμπουρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
witzeln
Ⓦ
Ⓖ
…