dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καινοτομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Innovation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
καινοτομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuerung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)