dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καθοδηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
instruieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθοδηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anweisen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθοδηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθοδηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anleiten
Ⓦ
Ⓖ
…