dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καθημερινός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
täglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καθημερινός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alltäglich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)