dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καθηλωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καθηλωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gefesselt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)