dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καθίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu etwas werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθίσταμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)