dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
κέλευσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Befehl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κέλευσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einberufung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κέλευσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einladung
Ⓦ
Ⓖ
…