dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
κάρτα κοινωνικής ασφάλισης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sozialversicherungsausweis
Ⓦ
Ⓖ
…