dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάνω αεροπειρατεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ein Flugzeug entführen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω αεροπειρατεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entführen
Ⓦ
Ⓖ
…