dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κάνω ένεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
injizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω ένεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spritzen
Ⓦ
Ⓖ
…