dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ισορροπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gleichgewicht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισορροπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausgeglichenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισορροπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausgewogenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ισορροπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Balance
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)