dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ικέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flehende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ικέτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bittsteller
Ⓦ
Ⓖ
…