dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ιθαγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Staatsangehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιθαγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Heimatrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιθαγένεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angehörigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)