dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ιεροσυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιεροσυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
freveln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ιεροσυλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schänden
Ⓦ
Ⓖ
…