dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ιεραρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hierarchisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)