dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ιεραρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hierarchie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ιεραρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rangfolge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ιεραρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rangordnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιεραρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dienstweg
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)