dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ιδιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
ιδιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Attribut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ιδιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kenngröße
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigentümlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)