dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ιδιοφυία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Talent
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ιδιοφυΐα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοφυΐα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Talent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοφυία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befähigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοφυία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begabung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοφυΐα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Genie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)