dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ιδιοτυπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigenartigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοτυπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigenart
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδιοτυπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eigentümlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…