dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ιδεοληψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zwangsvorstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδεοληψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besessenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιδεοληψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Obsession
Ⓦ
Ⓖ
…